lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κυριαρχία στα δανική

Λέξη:
κυριαρχία (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (13):
autoritet, fordel, forprang, fortrin, herredømme, kontrol, kraft, magt, mandat, myndighed, regering, styre, øvrighed
Σχετικές λέξεις:
δανική κυριαρχία, κυριαρχία των οιστρογόνων, κυριαρχία συνώνυμα, κυριαρχία ορισμός, κυριαρχία μέσω internet, κυριαρχία και κοινωνικοί αγώνεσ στον ελλαδικό χώρο, κυριαρχία στα δανική, autoritet στα ελληνικά
κυριαρχία στα δανική