lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

άσυλο στα τσεχική

Λέξη:
άσυλο (Αριθμός των γραμμάτων: 5)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (15):
azyl, budka, chudobinec, domov, kryt, ochrana, ostrůvek, přístřešek, přístřeší, skrytý, skrýš, zakrytý, úkryt, útočiště, útulek
Σχετικές λέξεις:
τσεχική άσυλο, άσυλο του παιδιού παιδικός σταθμός, άσυλο του παιδιού θεσσαλονίκη, άσυλο του παιδιού, άσυλο της αγίας αικατερίνης, άσυλο κατοικίας, άσυλο στα τσεχική, azyl στα ελληνικά
άσυλο στα τσεχική