lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αντέχω στα δανική

Λέξη:
αντέχω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (14):
aflyse, annullere, bestå, bære, fjerne, lide, lidelse, orke, pine, slette, smerte, tåle, udholde, vare
Σχετικές λέξεις:
δανική αντέχω, αντέχω τάνια κικίδη στιχοι, αντέχω συνώνυμα, αντέχω στίχοι, αντέχω πολύ, αντέχω παπακωνσταντίνου, αντέχω στα δανική, aflyse στα ελληνικά
αντέχω στα δανική