lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αντέχω στα γαλλικά

Λέξη:
αντέχω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (21):
abhorrer, abolir, abroger, annuler, avaler, blairer, descendre, digérer, durer, endurer, essuyer, neutraliser, proscrire, pâtir, résister, souffrir, soutenir, subir, supporter, supprimer, tolérer
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά αντέχω, αντέχω τάνια κικίδη στιχοι, αντέχω συνώνυμα, αντέχω στίχοι, αντέχω πολύ, αντέχω παπακωνσταντίνου, αντέχω στα γαλλικά, abhorrer στα ελληνικά
αντέχω στα γαλλικά