lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αντέχω στα ιταλικά

Λέξη:
αντέχω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ιταλικά
Μεταφράσεις (22):
abolire, abrogare, annullare, cancellare, disdire, dolere, durare, eliminare, levare, mal, male, neutralizzare, patire, reggere, resistere, ricevere, soffrire, sopportare, sopprimere, sostenere, subire, tollerare
Σχετικές λέξεις:
ιταλικά αντέχω, αντέχω τάνια κικίδη στιχοι, αντέχω συνώνυμα, αντέχω στίχοι, αντέχω πολύ, αντέχω παπακωνσταντίνου, αντέχω στα ιταλικά, abolire στα ελληνικά
αντέχω στα ιταλικά