lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αντέχω στα πορτογαλικά

Λέξη:
αντέχω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (25):
abolir, aguentar, anular, banir, cancelar, comportar, continuar, digerir, dolos, dor, durar, enxugar, limpar, mal, padecer, pena, penar, permanecer, resistir, revogar, sofrer, suportar, suprimir, sustentar, tolerar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά αντέχω, αντέχω τάνια κικίδη στιχοι, αντέχω συνώνυμα, αντέχω στίχοι, αντέχω πολύ, αντέχω παπακωνσταντίνου, αντέχω στα πορτογαλικά, abolir στα ελληνικά
αντέχω στα πορτογαλικά