lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αντέχω στα τσεχική

Λέξη:
αντέχω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (35):
anulovat, bolest, dovolit, dovolovat, držet, nést, odolat, odporovat, odvolat, podpírat, podstoupit, potlačit, prodělat, přetrpět, rušit, sejmout, snášet, snést, spolknout, stornovat, strpět, tolerovat, trpět, trvat, utrpení, utrpět, vydržet, vypovědět, vystát, vytrpět, vytrvat, vzdorovat, zakusit, zamlčet, zrušit
Σχετικές λέξεις:
τσεχική αντέχω, αντέχω τάνια κικίδη στιχοι, αντέχω συνώνυμα, αντέχω στίχοι, αντέχω πολύ, αντέχω παπακωνσταντίνου, αντέχω στα τσεχική, anulovat στα ελληνικά
αντέχω στα τσεχική