lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

αντέχω στα πολωνική

Λέξη:
αντέχω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (5):
cierpieć, wycierpieć, wytrzymać, wytrzymywać, znosić
Σχετικές λέξεις:
πολωνική αντέχω, αντέχω τάνια κικίδη στιχοι, αντέχω συνώνυμα, αντέχω στίχοι, αντέχω πολύ, αντέχω παπακωνσταντίνου, αντέχω στα πολωνική, cierpieć στα ελληνικά
αντέχω στα πολωνική