lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δάνειο στα δανική

Λέξη:
δάνειο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
δανική δάνειο, δάνειο τεαδυ, δάνειο στεγαστικό, δάνειο σε εργαζόμενο, δάνειο οικονομέα, δάνειο μαμούθ στον υπό πτώχευση κουνιάδο του βενιζέλου, δάνειο στα δανική, lån στα ελληνικά
δάνειο στα δανική