lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δάνειο στα ουκρανικά

Λέξη:
δάνειο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (9):
житло, кредит, позика, позичати, позичка, приміщення, пристосування, притулок, розквартирування
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά δάνειο, δάνειο τεαδυ, δάνειο στεγαστικό, δάνειο σε εργαζόμενο, δάνειο οικονομέα, δάνειο μαμούθ στον υπό πτώχευση κουνιάδο του βενιζέλου, δάνειο στα ουκρανικά, житло στα ελληνικά
δάνειο στα ουκρανικά