lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δάνειο στα τσεχική

Λέξη:
δάνειο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (3):
půjčka, úvěr, výpůjčka
Σχετικές λέξεις:
τσεχική δάνειο, δάνειο τεαδυ, δάνειο στεγαστικό, δάνειο σε εργαζόμενο, δάνειο οικονομέα, δάνειο μαμούθ στον υπό πτώχευση κουνιάδο του βενιζέλου, δάνειο στα τσεχική, půjčka στα ελληνικά
δάνειο στα τσεχική