lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

δάνειο στα πορτογαλικά

Λέξη:
δάνειο (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (2):
crédito, empréstimo
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά δάνειο, δάνειο τεαδυ, δάνειο στεγαστικό, δάνειο σε εργαζόμενο, δάνειο οικονομέα, δάνειο μαμούθ στον υπό πτώχευση κουνιάδο του βενιζέλου, δάνειο στα πορτογαλικά, crédito στα ελληνικά
δάνειο στα πορτογαλικά