lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εναλλάσσω στα δανική

Λέξη:
εναλλάσσω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (6):
ændre, bytte, forandre, omkastning, skifte, veksle
Σχετικές λέξεις:
δανική εναλλάσσω, εναλλάσσω στα δανική, ændre στα ελληνικά
εναλλάσσω στα δανική