lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εναλλάσσω στα πορτογαλικά

Λέξη:
εναλλάσσω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (11):
alterar, alterares, alternar, cambiar, modificar, mudar, oscilar, reformar, transformar, trocar, variar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά εναλλάσσω, εναλλάσσω στα πορτογαλικά, alterar στα ελληνικά
εναλλάσσω στα πορτογαλικά