lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

εναλλάσσω στα νορβηγικά

Λέξη:
εναλλάσσω (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-νορβηγικά
Μεταφράσεις (10):
avløse, bytte, endra, endre, forandre, omkastning, skifte, utbytte, variere, veksle
Σχετικές λέξεις:
νορβηγικά εναλλάσσω, εναλλάσσω στα νορβηγικά, avløse στα ελληνικά
εναλλάσσω στα νορβηγικά