lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ευκαιρία στα δανική

Λέξη:
ευκαιρία (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (9):
anledning, chance, gruen, held, lejlighed, slump, formue, lykke, tilfælde
Σχετικές λέξεις:
δανική ευκαιρία, ευκαιρία συνώνυμα, ευκαιρία στα αγγλικά, ευκαιρία καριέρας, ευκαιρία ετυμολογία, ευκαιρία εργασίας, ευκαιρία στα δανική, anledning στα ελληνικά
ευκαιρία στα δανική