lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ευκαιρία στα γερμανικά

Λέξη:
ευκαιρία (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (8):
angelegenheit, anlass, chance, gelegenheit, glück, möglichkeit, vermögen, zufall
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά ευκαιρία, ευκαιρία συνώνυμα, ευκαιρία στα αγγλικά, ευκαιρία καριέρας, ευκαιρία ετυμολογία, ευκαιρία εργασίας, ευκαιρία στα γερμανικά, angelegenheit στα ελληνικά
ευκαιρία στα γερμανικά