lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ευκαιρία στα πορτογαλικά

Λέξη:
ευκαιρία (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (21):
acaso, acontecimento, azar, caso, caudal, destino, ensejo, evento, felicidade, fortuna, ganga, lance, lugar, ocasião, ocorrência, oportunidade, sina, sorte, sucedido, ventura, vez
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά ευκαιρία, ευκαιρία συνώνυμα, ευκαιρία στα αγγλικά, ευκαιρία καριέρας, ευκαιρία ετυμολογία, ευκαιρία εργασίας, ευκαιρία στα πορτογαλικά, acaso στα ελληνικά
ευκαιρία στα πορτογαλικά