lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ευκαιρία στα ουκρανικά

Λέξη:
ευκαιρία (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (23):
авантюра, випадковість, випадок, доля, діло, коробка, нагода, несподіванка, обставина, подія, поширення, предмет, пригода, річ, скриня, случай, справа, удача, футляр, чохол, щастя, явище, інцидент
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ευκαιρία, ευκαιρία συνώνυμα, ευκαιρία στα αγγλικά, ευκαιρία καριέρας, ευκαιρία ετυμολογία, ευκαιρία εργασίας, ευκαιρία στα ουκρανικά, авантюра στα ελληνικά
ευκαιρία στα ουκρανικά