lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καπό στα δανική

Λέξη:
καπό (Αριθμός των γραμμάτων: 4)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (8):
hætte, hatte, hue, kasket, kyse, mask, maske, maskere
Σχετικές λέξεις:
δανική καπό, το καπό, ολιβιέ καπό, καπό στα αγγλικα, καπό αυτοκινήτου, καπό αγγλικά, καπό στα δανική, hætte στα ελληνικά
καπό στα δανική