lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

ποτίζω στα ουκρανικά

Λέξη:
ποτίζω (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ουκρανικά
Μεταφράσεις (4):
вода, водний, душ, злива
Σχετικές λέξεις:
ουκρανικά ποτίζω, ποτίζω συνώνυμα, ποτίζω στα αγγλικά, ποτίζω ονειροκρίτης, ποτίζω ντομάτες, αόριστος ποτίζω, ποτίζω στα ουκρανικά, вода στα ελληνικά
ποτίζω στα ουκρανικά