lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καταναλώνω στα δανική

Λέξη:
καταναλώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (3):
konsumere, tære, fortære
Σχετικές λέξεις:
δανική καταναλώνω, καταναλώνω χωρίς μεσάζοντες, καταναλώνω συνώνυμο, καταναλώνω συνώνυμα, καταναλώνω στα αγγλικα, καταναλώνω λεξικο, καταναλώνω στα δανική, konsumere στα ελληνικά
καταναλώνω στα δανική