lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καταναλώνω στα ρωσικά

Λέξη:
καταναλώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (6):
есть, потреблять, изнашивать, использовать, расходовать, тратить
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά καταναλώνω, καταναλώνω χωρίς μεσάζοντες, καταναλώνω συνώνυμο, καταναλώνω συνώνυμα, καταναλώνω στα αγγλικα, καταναλώνω λεξικο, καταναλώνω στα ρωσικά, есть στα ελληνικά
καταναλώνω στα ρωσικά