lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καταναλώνω στα λευκορωσίας

Λέξη:
καταναλώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (4):
выдаткоўваць, есці, расходаваць, спажываць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας καταναλώνω, καταναλώνω χωρίς μεσάζοντες, καταναλώνω συνώνυμο, καταναλώνω συνώνυμα, καταναλώνω στα αγγλικα, καταναλώνω λεξικο, καταναλώνω στα λευκορωσίας, выдаткоўваць στα ελληνικά
καταναλώνω στα λευκορωσίας