lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

καταναλώνω στα γερμανικά

Λέξη:
καταναλώνω (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (12):
abnutzen, abtreten, aufbrauchen, aufwenden, einnehmen, fressen, genießen, konsumieren, schlucken, strapazieren, verbrauchen, verzehren
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά καταναλώνω, καταναλώνω χωρίς μεσάζοντες, καταναλώνω συνώνυμο, καταναλώνω συνώνυμα, καταναλώνω στα αγγλικα, καταναλώνω λεξικο, καταναλώνω στα γερμανικά, abnutzen στα ελληνικά
καταναλώνω στα γερμανικά