καταναλώνω στα αγγλικά καταναλώνω στα τσεχική καταναλώνω στα γερμανικά καταναλώνω στα δανική καταναλώνω στα ισπανικά καταναλώνω στα γαλλικά καταναλώνω στα ιταλικά καταναλώνω στα νορβηγικά καταναλώνω στα ρωσικά καταναλώνω στα σουηδικά καταναλώνω στα φινλανδικά καταναλώνω στα πορτογαλικά καταναλώνω στα πολωνική καταναλώνω στα λευκορωσίας καταναλώνω στα κροατικά καταναλώνω στα ουγγρική καταναλώνω στα σλοβακική καταναλώνω στα ουκρανικά
πίπα στα ουκρανικά ματαιώνω στα ουκρανικά επιστήμη στα φινλανδικά αποφασίζω στα γερμανικά κατάλοιπο στα ιταλικά
αποφασίζω συνώνυμο κατάλοιπο english επιστήμη και ζωή ματαιώνω συνώνυμα