lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κολακεύω στα δανική

Λέξη:
κολακεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (1):
Σχετικές λέξεις:
δανική κολακεύω, κολακεύω συνώνυμο, κολακεύω συνώνυμα, κολακεύω στα αγγλικα, κολακεύω αντωνυμο, κολακεύω στα δανική, smigre στα ελληνικά
κολακεύω στα δανική