lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κολακεύω στα λευκορωσίας

Λέξη:
κολακεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (5):
лашчыць, падабацца, падлізвацца, хваліць, цешыць
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας κολακεύω, κολακεύω συνώνυμο, κολακεύω συνώνυμα, κολακεύω στα αγγλικα, κολακεύω αντωνυμο, κολακεύω στα λευκορωσίας, лашчыць στα ελληνικά
κολακεύω στα λευκορωσίας