lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

γενναίος στα ρωσικά

Λέξη:
γενναίος (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (14):
бесстрашный, брав, бравый, воинственный, доблестный, дюжий, крепкий, молодецкий, мужественный, отважен, отважный, смелый, храбр, храбрый
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά γενναίος, γενναίοσ καινούργιοσ κόσμοσ, γενναίος τηλέμαχος, γενναίος συνώνυμο, γενναίος συνώνυμα, γενναίος ραφτάκος, γενναίος στα ρωσικά, бесстрашный στα ελληνικά
γενναίος στα ρωσικά