lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κολακεύω στα πορτογαλικά

Λέξη:
κολακεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (4):
adular, favorecer, gabar, lisonjear
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά κολακεύω, κολακεύω συνώνυμο, κολακεύω συνώνυμα, κολακεύω στα αγγλικα, κολακεύω αντωνυμο, κολακεύω στα πορτογαλικά, adular στα ελληνικά
κολακεύω στα πορτογαλικά