lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κολακεύω στα πολωνική

Λέξη:
κολακεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-πολωνική
Μεταφράσεις (2):
pochlebiać, schlebiać
Σχετικές λέξεις:
πολωνική κολακεύω, κολακεύω συνώνυμο, κολακεύω συνώνυμα, κολακεύω στα αγγλικα, κολακεύω αντωνυμο, κολακεύω στα πολωνική, pochlebiać στα ελληνικά
κολακεύω στα πολωνική