lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

κολακεύω στα φινλανδικά

Λέξη:
κολακεύω (Αριθμός των γραμμάτων: 8)
Λεξικό:
ελληνικά-φινλανδικά
Μεταφράσεις (3):
imarrella, liehakoida, mielistellä
Σχετικές λέξεις:
φινλανδικά κολακεύω, κολακεύω συνώνυμο, κολακεύω συνώνυμα, κολακεύω στα αγγλικα, κολακεύω αντωνυμο, κολακεύω στα φινλανδικά, imarrella στα ελληνικά
κολακεύω στα φινλανδικά