lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λυπημένος στα δανική

Λέξη:
λυπημένος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (15):
bedrøvet, beklagelig, dyster, elendig, fattig, li, sørgelig, sørgmodig, trist, tungsindig, uglad, ussel, vemod, vemodig, ynkelig
Σχετικές λέξεις:
δανική λυπημένος, λυπημένοσ κατάκαρδα, λυπημένος συνώνυμα, λυπημένος ονειροκρίτης, λυπημένος meaning, είμαι λυπημένος, λυπημένος στα δανική, bedrøvet στα ελληνικά
λυπημένος στα δανική