lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λυπημένος στα τσεχική

Λέξη:
λυπημένος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (20):
bolestný, bídný, bědující, melancholický, mizerný, naříkavý, neblahý, nešťastný, politováníhodný, smutno, smutný, tristní, truchlivý, trudný, těžkomyslný, ubohý, zarmoucený, zoufalý, zádumčivý, žalostný
Σχετικές λέξεις:
τσεχική λυπημένος, λυπημένοσ κατάκαρδα, λυπημένος συνώνυμα, λυπημένος ονειροκρίτης, λυπημένος meaning, είμαι λυπημένος, λυπημένος στα τσεχική, bolestný στα ελληνικά
λυπημένος στα τσεχική