lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λυπημένος στα λευκορωσίας

Λέξη:
λυπημένος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-λευκορωσίας
Μεταφράσεις (9):
журботны, засмучаны, маркотны, смутны, сумны, бездапаможны, жаласны, няшчасны, скаргавы
Σχετικές λέξεις:
λευκορωσίας λυπημένος, λυπημένοσ κατάκαρδα, λυπημένος συνώνυμα, λυπημένος ονειροκρίτης, λυπημένος meaning, είμαι λυπημένος, λυπημένος στα λευκορωσίας, журботны στα ελληνικά
λυπημένος στα λευκορωσίας