lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λυπημένος στα πορτογαλικά

Λέξη:
λυπημένος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (16):
acabrunhado, aflito, coitado, corona, deploraste, desvalido, dolente, fúnebre, lastimemos, lastimoso, lastimável, lúgubre, melancólico, miserável, pobre, triste
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά λυπημένος, λυπημένοσ κατάκαρδα, λυπημένος συνώνυμα, λυπημένος ονειροκρίτης, λυπημένος meaning, είμαι λυπημένος, λυπημένος στα πορτογαλικά, acabrunhado στα ελληνικά
λυπημένος στα πορτογαλικά