lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

λυπημένος στα γερμανικά

Λέξη:
λυπημένος (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (19):
arm, armselig, bedauerlich, bedauernswert, beklagenswert, betrübt, dürftig, elend, erbärmlich, freudlos, jämmerlich, kläglich, schwermütig, traumhaft, traurig, trostlos, trüb, wehmütig, öde
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά λυπημένος, λυπημένοσ κατάκαρδα, λυπημένος συνώνυμα, λυπημένος ονειροκρίτης, λυπημένος meaning, είμαι λυπημένος, λυπημένος στα γερμανικά, arm στα ελληνικά
λυπημένος στα γερμανικά