lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προσωρινός στα δανική

Λέξη:
προσωρινός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (8):
forbigående, foreløbig, summarisk, umiddelbar, midlertidig, provisorisk, kortvarig, temporær
Σχετικές λέξεις:
δανική προσωρινός, προσωρινόσ πίνακασ κατάταξησ για το πρόγραμμα κοινωφελούσ χαρακτήρα, προσωρινόσ ενεργειακόσ επιθεωρητήσ, προσωρινός συνώνυμα, προσωρινός στα αγγλικά, προσωρινός πίνακας κατάταξης στο πρόγραμμα «κοινωφελούς εργασίας», προσωρινός στα δανική, forbigående στα ελληνικά
προσωρινός στα δανική