lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

προσωρινός στα πορτογαλικά

Λέξη:
προσωρινός (Αριθμός των γραμμάτων: 10)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (13):
breve, curto, eventual, fugaz, imediato, interino, momentâneo, passageiro, passajara, provisional, provisório, temporal, temporário
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά προσωρινός, προσωρινόσ πίνακασ κατάταξησ για το πρόγραμμα κοινωφελούσ χαρακτήρα, προσωρινόσ ενεργειακόσ επιθεωρητήσ, προσωρινός συνώνυμα, προσωρινός στα αγγλικά, προσωρινός πίνακας κατάταξης στο πρόγραμμα «κοινωφελούς εργασίας», προσωρινός στα πορτογαλικά, breve στα ελληνικά
προσωρινός στα πορτογαλικά