lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκέφτομαι στα δανική

Λέξη:
σκέφτομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (16):
anse, bedømme, beregne, betrykte, dømme, esse, forestille, lala, lure, mene, plante, synes, teske, tro, tænke, vurdere
Σχετικές λέξεις:
δανική σκέφτομαι, σκέφτομαι σωστά νιώθω καλά, σκέφτομαι μα δεν υπάρχω, σκέφτομαι και γράφω ε δημοτικού, σκέφτομαι και γράφω γ δημοτικού, σκέφτομαι και γράφω β δημοτικού, σκέφτομαι στα δανική, anse στα ελληνικά
σκέφτομαι στα δανική