lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκέφτομαι στα ουγγρική

Λέξη:
σκέφτομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ουγγρική
Μεταφράσεις (17):
bíráskodik, bíró, elgondolkodik, elgondolkodni, elültetni, figyel, gondolni, meggondolni, növény, vigyázni, átgondolni, ítél, ítélkezik, ítélkezni, ítélni, ültet, ültetni
Σχετικές λέξεις:
ουγγρική σκέφτομαι, σκέφτομαι σωστά νιώθω καλά, σκέφτομαι μα δεν υπάρχω, σκέφτομαι και γράφω ε δημοτικού, σκέφτομαι και γράφω γ δημοτικού, σκέφτομαι και γράφω β δημοτικού, σκέφτομαι στα ουγγρική, bíráskodik στα ελληνικά
σκέφτομαι στα ουγγρική