lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκέφτομαι στα γερμανικά

Λέξη:
σκέφτομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (24):
achten, annehmen, ansehen, aufpassen, bedenken, besinnen, betrachten, beurteilen, denken, einsetzen, erachten, etwas, geachtet, gedacht, geglaubt, gemeint, glauben, meinen, reflektieren, richten, schätzen, sinnen, staunen, urteilen
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά σκέφτομαι, σκέφτομαι σωστά νιώθω καλά, σκέφτομαι μα δεν υπάρχω, σκέφτομαι και γράφω ε δημοτικού, σκέφτομαι και γράφω γ δημοτικού, σκέφτομαι και γράφω β δημοτικού, σκέφτομαι στα γερμανικά, achten στα ελληνικά
σκέφτομαι στα γερμανικά