lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκέφτομαι στα ρωσικά

Λέξη:
σκέφτομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (11):
верить, воображать, думать, мнить, мыслить, насаждать, обдумывать, отражать, подумать, полагать, считать
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά σκέφτομαι, σκέφτομαι σωστά νιώθω καλά, σκέφτομαι μα δεν υπάρχω, σκέφτομαι και γράφω ε δημοτικού, σκέφτομαι και γράφω γ δημοτικού, σκέφτομαι και γράφω β δημοτικού, σκέφτομαι στα ρωσικά, верить στα ελληνικά
σκέφτομαι στα ρωσικά