lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκέφτομαι στα πορτογαλικά

Λέξη:
σκέφτομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-πορτογαλικά
Μεταφράσεις (19):
achar, acreditar, atender, calcular, considerar, contar, crer, espelhar, estimar, fincar, imaginar, imaginares, judiciar, julgar, opinar, pensar, plantar, reflectir, reverberar
Σχετικές λέξεις:
πορτογαλικά σκέφτομαι, σκέφτομαι σωστά νιώθω καλά, σκέφτομαι μα δεν υπάρχω, σκέφτομαι και γράφω ε δημοτικού, σκέφτομαι και γράφω γ δημοτικού, σκέφτομαι και γράφω β δημοτικού, σκέφτομαι στα πορτογαλικά, achar στα ελληνικά
σκέφτομαι στα πορτογαλικά