lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

σκέφτομαι στα τσεχική

Λέξη:
σκέφτομαι (Αριθμός των γραμμάτων: 9)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (46):
ctít, hloubat, hodlat, hodnotit, kalkulovat, myslet, myslit, mínit, napočítat, ocenit, oceňovat, odhad, odhadnout, odhadovat, odpočítat, odrazit, odrážet, odsoudit, osadit, osázet, posoudit, postavit, posuzovat, považovat, pozorovat, počítat, prohlédnout, prozkoumat, přemítat, přemýšlet, rozhodnout, rozhodovat, rozjímat, rozmýšlet, rozsoudit, rozvážit, snít, soudit, spočítat, upevnit, uvažovat, věřit, zamýšlet, zasadit, úcta, žasnout
Σχετικές λέξεις:
τσεχική σκέφτομαι, σκέφτομαι σωστά νιώθω καλά, σκέφτομαι μα δεν υπάρχω, σκέφτομαι και γράφω ε δημοτικού, σκέφτομαι και γράφω γ δημοτικού, σκέφτομαι και γράφω β δημοτικού, σκέφτομαι στα τσεχική, ctít στα ελληνικά
σκέφτομαι στα τσεχική