lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στενός στα δανική

Λέξη:
στενός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-δανική
Μεταφράσεις (5):
smal, stram, tæt, telt, trang
Σχετικές λέξεις:
δανική στενός, στενός τράχηλος, στενός συνώνυμα, στενός συγγενής διάσημης ελληνίδας παρουσιάστριας συμμετείχε σε εγκληματική ομάδα, στενός κόλπος, στενός κορσές, στενός στα δανική, smal στα ελληνικά
στενός στα δανική