lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στενός στα γαλλικά

Λέξη:
στενός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γαλλικά
Μεταφράσεις (9):
étranglé, étroit, exigu, mesquin, petit, rétréci, serré, collant, mince
Σχετικές λέξεις:
γαλλικά στενός, στενός τράχηλος, στενός συνώνυμα, στενός συγγενής διάσημης ελληνίδας παρουσιάστριας συμμετείχε σε εγκληματική ομάδα, στενός κόλπος, στενός κορσές, στενός στα γαλλικά, étranglé στα ελληνικά
στενός στα γαλλικά