lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στενός στα ρωσικά

Λέξη:
στενός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-ρωσικά
Μεταφράσεις (9):
маленький, небольшой, ничтожный, тесен, тесный, узкий, облегающий, обтянутый, плотный
Σχετικές λέξεις:
ρωσικά στενός, στενός τράχηλος, στενός συνώνυμα, στενός συγγενής διάσημης ελληνίδας παρουσιάστριας συμμετείχε σε εγκληματική ομάδα, στενός κόλπος, στενός κορσές, στενός στα ρωσικά, маленький στα ελληνικά
στενός στα ρωσικά