lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στενός στα γερμανικά

Λέξη:
στενός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-γερμανικά
Μεταφράσεις (9):
eng, engstirnig, gedrängt, gering, klein, knapp, schmal, anliegend, dicht
Σχετικές λέξεις:
γερμανικά στενός, στενός τράχηλος, στενός συνώνυμα, στενός συγγενής διάσημης ελληνίδας παρουσιάστριας συμμετείχε σε εγκληματική ομάδα, στενός κόλπος, στενός κορσές, στενός στα γερμανικά, eng στα ελληνικά
στενός στα γερμανικά