lexiko-gr.com Δωρεάν ηλεκτρονικό λεξικό γλώσσα.

στενός στα τσεχική

Λέξη:
στενός (Αριθμός των γραμμάτων: 6)
Λεξικό:
ελληνικά-τσεχική
Μεταφράσεις (14):
lakomý, malý, omezený, přiléhavý, sevřený, skoupý, skrovný, stručný, stísněný, stěsnaný, těsný, utažený, úzkoprsý, úzký
Σχετικές λέξεις:
τσεχική στενός, στενός τράχηλος, στενός συνώνυμα, στενός συγγενής διάσημης ελληνίδας παρουσιάστριας συμμετείχε σε εγκληματική ομάδα, στενός κόλπος, στενός κορσές, στενός στα τσεχική, lakomý στα ελληνικά
στενός στα τσεχική